- μηνιάρχης
- μηνιάρχης, ὁ (Α)αυτός που ήταν άρχων κάθε μήνα, μηνιαίος άρχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -άρχης (< ἄρχω) κατά το ταξι-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μηνίαρχος — μηνίαρχος, ὁ (Α) ο μηνιάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + αρχος (< ἄρχω) κατά το ταξί αρχος] … Dictionary of Greek
ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… … Православная энциклопедия